- πνευμονολεμφοκυτταρικός
- -ή, -ό, Νφρ. «πνευμονολεμφοκυτταρικά σύνδρομα»ιατρ. ομάδα παθήσεων που χαρακτηρίζονται από την εμφάνιση παροδικών πνευμονικών σκιών, ορατών ακτινογραφικά, και από λεμφοκυττάρωση τού αίματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.